στενώδης

From LSJ
Revision as of 19:23, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενώδης Medium diacritics: στενώδης Low diacritics: στενώδης Capitals: ΣΤΕΝΩΔΗΣ
Transliteration A: stenṓdēs Transliteration B: stenōdēs Transliteration C: stenodis Beta Code: stenw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.

German (Pape)

[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στενός
κάπως στενός, ελαφρώς στενός.