Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: στόνᾰχος | Medium diacritics: στόναχος | Low diacritics: στόναχος | Capitals: ΣΤΟΝΑΧΟΣ |
Transliteration A: stónachos | Transliteration B: stonachos | Transliteration C: stonachos | Beta Code: sto/naxos |
ὁ,= στοναχή, Suid. (dub. l.).
[Seite 948] ὁ, = στοναχή, Suid.
στόνᾰχος: ὁ, = στοναχή, Σουΐδ.
ὁ, Α
στοναχή, στεναγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε -ος].