στόναχος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνᾰχος Medium diacritics: στόναχος Low diacritics: στόναχος Capitals: ΣΤΟΝΑΧΟΣ
Transliteration A: stónachos Transliteration B: stonachos Transliteration C: stonachos Beta Code: sto/naxos

English (LSJ)

ὁ,= στοναχή, Suid. (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, = στοναχή, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στόνᾰχος: ὁ, = στοναχή, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
στοναχή, στεναγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε -ος].