τεθαρρηκότως

From LSJ
Revision as of 19:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθαρρηκότως Medium diacritics: τεθαρρηκότως Low diacritics: τεθαρρηκότως Capitals: ΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: tetharrēkótōs Transliteration B: tetharrēkotōs Transliteration C: tetharrikotos Beta Code: teqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. of θαρρέω,

   A boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. τοῦ θαρρέω, μετὰ θάρρους, Πολύβ. 2. 10, 7., 9. 9, 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance, résolument.
Étymologie: τεθαρρηκώς, part. pf. de θαρρέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τεθαρρηκότως: επίρρ. του θαρρέω, τολμηρά, με θάρρος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τεθαρρηκότως: [от part. pf. к θαρρέω уверенно, смело, решительно Polyb.

Middle Liddell

[adverb from perf. part. of θαρρέω
boldly, Polyb.