τρίσχοινος

From LSJ
Revision as of 20:09, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσχοινος Medium diacritics: τρίσχοινος Low diacritics: τρίσχοινος Capitals: ΤΡΙΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: tríschoinos Transliteration B: trischoinos Transliteration C: trischoinos Beta Code: tri/sxoinos

English (LSJ)

ον,

   A three σχοῖνοι long or broad, in neut., Str.17.1.31, cf. Plin.HN5.85.

German (Pape)

[Seite 1148] drei σχοῖνοι haltend, drei σχοῖνοι lang, weit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος τριῶν σχοίνων, πρβλ. Plin. Η. Ν. 5. 24.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σχοίνων, δηλαδή τριών μέτρων γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχοῖνος (πρβλ. πεντά-σχοινος)].