τοπαρχία
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ἡ,
A district governed by a τοπάρχης, PSI4.412 (iii B. C.), PRev.Laws 87.4 (iii B. C.), PTeb. 24.62 (ii B. C.), LXX 1 Ma. 11.28, OG1669.49 (Egypt, i A. D.), J. AJ13.4.9, al., POxy.2118.3 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, das Gebiet, die Würde des τόπαρχος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοπαρχία: ἡ, τὸ τοπικὸν διαμέρισμα, ὅπερ κυβερνᾷ τοπάρχης, ἐπαρχία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 28), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Égypte ptol. arrondissement d’un nome ou d’un district (μερίς).
Étymologie: τόπαρχος.
Greek Monolingual
η, Α τοπάρχης
1. περιοχή διοικούμενη από τοπάρχη
2. το αξίωμα του τοπάρχη
3. τοπική κυβέρνηση
4. αστρολ. ο οίκος ζωδίου.