ξενόφωνος

From LSJ
Revision as of 20:42, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόφωνος Medium diacritics: ξενόφωνος Low diacritics: ξενόφωνος Capitals: ΞΕΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: xenóphōnos Transliteration B: xenophōnos Transliteration C: ksenofonos Beta Code: ceno/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.

German (Pape)

[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].