σάλπισμα

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλπισμα Medium diacritics: σάλπισμα Low diacritics: σάλπισμα Capitals: ΣΑΛΠΙΣΜΑ
Transliteration A: sálpisma Transliteration B: salpisma Transliteration C: salpisma Beta Code: sa/lpisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A trumpet-call, Poll.4.86; σαλπισμός, ὁ, Thd.Nu.23.21.

German (Pape)

[Seite 860] τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

σάλπισμα: τό, ἦχος σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σαλπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα
2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα
3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. μετάδοση διαταγής με την σάλπιγγα
2. μτφ. αναγγελία ενός σημαντικού γεγονότος, διακήρυξη.