σχιζίον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of σχίζα, Poll.10.111, Alciphr.Fr.6.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, dim. von σχίζα, Pol. 10, 111.
Greek (Liddell-Scott)
σχιζίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα. Πολυδ. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· τεμάχιον ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.