ἀμπελουργία
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ἡ,
A vine-dressing, Thphr.CP3.14.2, Luc.Salt.40: in pl., vineyards, Lib. Or.11.234, Poll.1.228.
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, Weinbergarbeit, Theophr.; Luc. salt. 40; Weinberg, Poll. 1, 228.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργία: τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, Πολυδ. 7. 140.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cultivo o cuidado de la vid Thphr.CP 3.14.2, Luc.Salt.40, D.C.40.27, Poll.7.140, Gr.Nyss.Hom.in Cant.453.17, SB 9778.16 (VI a.C.).
2 plu. viñedos Lib.Or.11.234, Poll.1.228.
Greek Monolingual
η (Α ἀμπελουργία) ἀμπελουργός
η καλλιέργεια της αμπέλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελουργία: ἡ Luc. = ἀμπελουργική.