χλευαστικός

From LSJ
Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστικός Medium diacritics: χλευαστικός Low diacritics: χλευαστικός Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chleuastikós Transliteration B: chleuastikos Transliteration C: chlevastikos Beta Code: xleuastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A derisory, σκῶμμα Ph.2.552. Adv. -κῶς Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 9, Poll.6.200.

German (Pape)

[Seite 1358] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χλευάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.