ἑτεροσκελής

From LSJ
Revision as of 21:22, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσκελής Medium diacritics: ἑτεροσκελής Low diacritics: ετεροσκελής Capitals: ΕΤΕΡΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: heteroskelḗs Transliteration B: heteroskelēs Transliteration C: eteroskelis Beta Code: e(teroskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with uneven legs, Hippiatr.13; of a triangle, scalene, Poll.4.161.

German (Pape)

[Seite 1050] ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσκελής: -ές, ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Ἱππιατρ. 13. σ. 53· ἐπὶ τριγώνου, τρίγωνον ἰσοσκελές, ἑτεροσκελές, σκαληνόν Πολυδ. Δ΄, 161.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, -ές)
νεοελλ.-μσν.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός
νεοελλ.
φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός»
α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών εξόδων
β) ο ισολογισμός στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται προς τις δαπάνες (αντί του ανισοσκελής)
αρχ.
(για τρίγωνο) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο ανισοσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].