γνύπετος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ον, (γόνυ, πίπτω)
A falling on the knee:—hence γνυπτέω (leg. γνυπετέω), to be weak, Hsch. γνύποντι (leg. -οῦντι) · ἀσθενοῦντι, Id., and γνύπων, ωνος, depressed or weak, Id.
Greek (Liddell-Scott)
γνύπετος: -ον, (γόνυ, √ΠΕΤ, πίπτω) πίπτω εἰς τὰ γόνατα· ὅθεν γνυπτέω, γνυπόομαι, εἶμαι κατηφὴς ἢ ἀδύνατος, Ἡσύχ.