δικάστρια

From LSJ
Revision as of 22:41, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάστρια Medium diacritics: δικάστρια Low diacritics: δικάστρια Capitals: ΔΙΚΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: dikástria Transliteration B: dikastria Transliteration C: dikastria Beta Code: dika/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.

Greek Monotonic

δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.

Middle Liddell

δῐκάστρια, ἡ, n δικαστής
a she-judge, Luc.