διόπτευσις
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
εως, ἡ,
A examination with the διόπτρα, Ptol.Alm.5.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτευσις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς παρατήρησις, Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.