θεσμοθετεῖον

From LSJ
Revision as of 08:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοθετεῖον Medium diacritics: θεσμοθετεῖον Low diacritics: θεσμοθετείον Capitals: ΘΕΣΜΟΘΕΤΕΙΟΝ
Transliteration A: thesmotheteîon Transliteration B: thesmotheteion Transliteration C: thesmotheteion Beta Code: qesmoqetei=on

English (LSJ)

τό,

   A hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt.337d, Suid.s.v. ἄρχων.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθετεῖον: τό, ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ συνήρχοντο οἱ θεσμοθέται, Λατ. basilica Thesmothetarum, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 4, 7. 8. Πλούτ. 2. 613B· ὡσαύτως θεσμοθέσιον, τό, αὐτόθι 714B, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 337D· -θέτιον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πρυτανεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θεσμοθέσιον.

Greek Monolingual

θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθέτης
αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθετεῖον: τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut.