θῆξις
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ῥοπή, στιγμή, τάχος, Hsch.; θήξει, = Lat. momento, Gloss.; but κατὰ θῆξιν is f.l. for κατὰ θίξιν in Archig. ap. Gal.12.577.
German (Pape)
[Seite 1208] ἡ, das Wetzen, Schärfen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θῆξις: -εως, (θήγω) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγω
μσν.
ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»
2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει
αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.