θυΐσκη
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ἡ,
A censer, LXX 1 Ma.1.22, al., J.AJ3.6.8, 3.8.10:—θῠΐσκος, ὁ, v.l., ib.3.6.8:—also θύσκη, POxy.1657.13 (iii A.D.), Suid., EM 458.53: θύσκος, ib.52 (θύκος cod.).
German (Pape)
[Seite 1222] ἡ, Räuchergefäß, LXX. S. θύσκη.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐσκη: ἡ, θυμιατήριον, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. α΄, 22, κ. ἀλλ.)· ὡσαύτως θυΐσκος, ὁ, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 8: - ὡσαύτως θύσκη, -ος, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ.