θυείδιον
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
τό, Dim. of θυεία, Ar.Pl.710; wrongly written θυΐδιον in cod. Rav., as in Damocr. ap. Gal.14.118.
German (Pape)
[Seite 1221] τό, dim. zum Vorigen, Ar. Plut. 710, wo cod. Rav. θυΐδιον hat, welche Form sich bei Galen. findet.
Greek (Liddell-Scott)
θυείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυεία, Ἀριστοφ. Πλ 710, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 14. 118∙ - ὁ τύπος θυΐδιον ἐν τῷ Ραβ. Ἀντιγρ. τοῦ Ἀριστοφ. εἶναι ἐσφαλμένος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de θυεία.
Greek Monolingual
θυείδιον, τὸ (Α) θυείον
υποκορ. του θυεία.
Greek Monotonic
θυείδιον: τό, υποκορ. του θυεία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θυείδιον: и θυΐδιον τό [demin. к θυεία и θυΐα ступка (λίθινον Arph.).