μανδραγόρας
English (LSJ)
ου or α, ὁ,
A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.; μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39; ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι Pl.R.488c; μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν D.10.6; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2. 2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9. II epith. of Zeus, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μανδρᾰγόρας: -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου ῥίζα Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «τουτέστι μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου ou α (ὁ) :
mandragore, plante stupéfiante ou soporifique.
Étymologie: DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
Greek Monolingual
και μαντραγόρας, ο (AM μανδραγόρας Μ και μανδράγορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. φρ. «ἐκ μανδραγόρου καθεύδω» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδω» — πέφτω σε βαθιά νάρκη ή μέθη
2. (κατά τον Ησύχ.) επίθετο του Διός
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ο Μανδραγόρας
κωμωδία του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη κωμωδία της ιταλικής Αναγέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού merdum gijā «φυτό του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη μορφή mandrake και η Αρμενική με τη μορφή manragor].
Greek Monotonic
μανδρᾰγόρας: -ου ή -α, ὁ, το φυτό μανδραγόρας, με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μανδραγόρᾱς: ου или ᾱ ὁ бот. мандрагора (растение, которое, вследствие наркотического действия своих соков, считалось волшебным - предполож. Atropa Belladonna) Xen., Arst., Plut., Luc.: μανδραγόραν πεπωκέναι Dem. выпить мандрагорового соку, т. е. быть в оцепенении.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mandrake (Att., Thphr.).
Derivatives: μαν-δραγορ-ίτης οἶνος (Dsc.; Redard 97), -ῖτις Ἀφροδίτη H. (as the plant was seen as an Aphrodisiacon); -ικός from μ. (Alex. Trall.); -ιζομένη benumbed with μ. (name of a com. of Alexis).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. E. Fraenkel Satura Berolinensis 23f. supposes, that the plant was called after a person (physician). Schrader-Nehring Reallex. 1, 42 remind hesitantly (after Lagarde) of the Persian names of the plant merdum gijā "human plant"; the Mandragora-root is called by an unknown spokesman ἀνθρωπόμορφος, by Columella as semihomo. After Bq this is a folketymological adaptation of a foreign word. - From μανδραγόρας Engl. mandrake, Arm. manragor etc. - On the facts Schrader-Nehring l.c.
Middle Liddell
mandrake, a narcotic plant, Xen., Dem.
Frisk Etymology German
μανδραγόρας: {mandragóras}
Grammar: m.
Meaning: Alraun (att., Thphr. usw.).
Derivative: Davon μανδραγορίτης οἶνος (Dsk.; Redard 97), -ῖτις· Ἀφροδίτη H. (weil die Pflanze als Aphrodisiakon galt); -ικός ‘aus μ.’ (Alex. Trall.); -ιζομένη ‘mit μ. betäubt’ (N. einer Kom. des Alexis).
Etymology : Unerklärt. E. Fraenkel Satura Berolinensis 23f. vermutet, daß die Pflanze nach einer Person (Arzt) benannt wäre. Schrader-Nehring Reallex. 1, 42 erinnert zögernd (nach Lagarde) an den persischen Namen der Pflanze merdum gijā "Menschenpflanze"; die Mandragora-Wurzel wird von einem unbekannten Gewährsmann als ἀνθρωπόμορφος, von Columella als semihomo bezeichnet. Nach Bq ev. volksetymologische Zurechtlegung eines Fremdworts. Phantasievolle Deutung aus dem Thrakischen bei v. Windekens Ling. Balk. 1, 62f. —Aus μανδραγόρας engl. mandrake, arm. manragor u. a. — Zum Sachlichen Schrader-Nehring a.a.O.
Page 2,170