μεριτεία
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἡ,
A division of property, PFay.97.16 (i A. D.). II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).
Greek (Liddell-Scott)
μερῑτεία: ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα μεριτία)·
Greek Monolingual
μεριτεία, ἡ (Α) μεριτεύομαι
1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία».