μολυβδοφανής

From LSJ
Revision as of 09:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοφᾰνής Medium diacritics: μολυβδοφανής Low diacritics: μολυβδοφανής Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: molybdophanḗs Transliteration B: molybdophanēs Transliteration C: molyvdofanis Beta Code: molubdofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.

Greek Monolingual

μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, χαλκο-φανής].