νῆσις
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (νέω B)
A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)
A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.
Greek Monolingual
(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. ἔ-νησ-α) + κατάλ. -ις].
(II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.
Greek Monotonic
νῆσις: -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νῆσις: εως ἡ νέω III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).