νηματικός

From LSJ
Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτικός Medium diacritics: νηματικός Low diacritics: νηματικός Capitals: ΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēmatikós Transliteration B: nēmatikos Transliteration C: nimatikos Beta Code: nhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A woven, ὅπλον, of a band of plaited rope or web- bing, Ath.Mech.34.7.

Greek (Liddell-Scott)

νηματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νῆμα, Ἀθην. π. μηχανημ. ἐν Wesch. Poliore. d. Gr. σ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
φρ. «νηματική κατάσταση»
φυσ.-χημ. ο τύπος της μεσόμορφης κατάστασης υγρού-στερεού ο οποίος πλησιάζει περισσότερο προς την υγρή κατάσταση παρά προς την κρυσταλλική
αρχ.
1. αυτός που έχει υφανθεί, ο υφασμένος, ο υφαντός
2. φρ. «νηματικὸν ὅπλον» — ταινία πλεκτού σχοινιού ή υφαντής ζώνης που αποτελούσε μέρος του οπλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nematic < νήμα, -ατος + κατάλ. -ικός].