ξῦσις
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, (ξύω)
A ulceration, erosion, τοῦ ἐντέρου Hp.Acut.60. b excoriation, Aret.CD1.3. 2 scraping, filing, Hp.VC14, cf. Gal. 14.781, Ammon.in Int.23.21, PMed.inArch.Pap.4.270 ; polishing, EM611.20. (ξύσις is f.l. in codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῦσις: ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = ξυσμός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «ξύλον παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ εἶναι μακρόν).