πανίον
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
τό, Dor. for πηνίον. πάνιον, τό,
German (Pape)
[Seite 460] τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
Greek (Liddell-Scott)
πᾱνίον: τό, Δωρ. ἀντὶ πηνίον. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, καλῶς περικαθαρίσας τὸ τραῦμα καὶ δήσας τὸν πόδα πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίον.
(II)
και παννίον, τὸ, Μ πάννος
ύφασμα λινό ή βαμβακερό, πανί.
Russian (Dvoretsky)
πᾱνίον: τό дор. = πηνίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.