πεμπτέος

From LSJ
Revision as of 11:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτέος Medium diacritics: πεμπτέος Low diacritics: πεμπτέος Capitals: ΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: pemptéos Transliteration B: pempteos Transliteration C: pempteos Beta Code: pempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent, Luc.Phal.1.11.    II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.

Greek Monotonic

πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.

Middle Liddell

πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω
I. to be sent, Luc.
II. πεμπτέον, one must send, Xen.