τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Full diacritics: πάλκος | Medium diacritics: πάλκος | Low diacritics: πάλκος | Capitals: ΠΑΛΚΟΣ |
Transliteration A: pálkos | Transliteration B: palkos | Transliteration C: palkos | Beta Code: pa/lkos |
πηλός, Hsch.
πάλκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)].