περισσωματικός

From LSJ
Revision as of 12:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσωματικός Medium diacritics: περισσωματικός Low diacritics: περισσωματικός Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perissōmatikós Transliteration B: perissōmatikos Transliteration C: perissomatikos Beta Code: perisswmatiko/s

English (LSJ)

Att. περιττ-, ή, όν,

   A of the nature of περιττώματα, excretive, excrementitious, ἀπόκρισις Arist.PA 681b36 ; ὑγρότης Plu.2.130b ; π. [μόριον] for excretion, Arist.HA531a29, etc.    2 of persons, abounding in περιττώματα, ib.584a6, Pr. 873a18 ; σώματα Id.GA766b35 (Comp.); βρέφη Alex.Aphr.Pr.1.2 ; π. καὶ παχὺς τὴν σάρκα, of a pig, Jul.Or.5.177c.

German (Pape)

[Seite 593] att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περισσωματικός: μεταγεν. Ἀττ. περιττωματικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῶν περιττωμάτων, ἢ ἀνήκων εἰς αὐτά, ὁ τῶν περιττωμάτων, δι’ οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν, τὴν τῶν περιττωμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· π. ὄργανον, πρὸς ἔκκρισιν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἄφθονα περιττώματα, αὐτόθι 7. 4, 3, Πρβλ. 3. 15 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 799C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. περιττωματικός.

Russian (Dvoretsky)

περισσωμᾰτικός: атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.
1) выделительный (ὄργανον Arst.);
2) имеющий обильные выделения Arst.