προσέγκειμαι
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
strengthd. for ἔγκειμαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 757] (s. κεῖμαι), dabei, darauf liegen, drücken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προσέγκειμαι: «προσεγκεῖσθαι· ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(επιτετ. τ. του έγκειμαι) (κατά τον Ησύχ.) «προσεγκεῑσθαι
ἐγκεῑσθαι, ἐπικεῑσθαι».