φευκτικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτικός Medium diacritics: φευκτικός Low diacritics: φευκτικός Capitals: ΦΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pheuktikós Transliteration B: pheuktikos Transliteration C: fefktikos Beta Code: feuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.

German (Pape)

[Seite 1267] flüchtig, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.

Russian (Dvoretsky)

φευκτικός: убегающий, рвущийся прочь Arst.