ἀδηλοποιός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
όν,
A making unseen, Sch.Il.2.455; φάρμακα Sch.E.Med.1201.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ καθιστῶν τινα ἤ τι ἀόρατον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 455, καὶ ἀλλ.
Spanish (DGE)
-όν
1 que hace invisible φάρμακα Sch.E.Med.1201.
2 destructor, que destruye Apollon.Lex.165, Porph.ad Il.163.14, Sch.Od.16.29, Sch.Opp.H.2.409.