ἀκάθεκτος

Revision as of 14:07, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv.-τως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].

Russian (Dvoretsky)

ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).