ἀκάθεκτος
English (LSJ)
ἀκάθεκτον, ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv. ἀκαθέκτως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
German (Pape)
unaufhaltsam, θράσος Plut. Nic. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. + καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.