ἀντιπαρέκτασις

From LSJ
Revision as of 14:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέκτᾰσις Medium diacritics: ἀντιπαρέκτασις Low diacritics: αντιπαρέκτασις Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΚΤΑΣΙΣ
Transliteration A: antiparéktasis Transliteration B: antiparektasis Transliteration C: antiparektasis Beta Code: a)ntipare/ktasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interpenetration of two or more bodies in κρᾶσις, Chrysipp.Stoic.2.153.

German (Pape)

[Seite 257] ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέκτᾰσις: -εως, ἡ, παρέκτασις πρός τι, ἀντιπαράτασις, ἐξίσωσις, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376, Φίλων 1. 433.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 interpenetración, penetración mutua de dos o más cuerpos, Chrysipp.Stoic.2.153, 154.
2 fig. compenetración πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.

Greek Monolingual

ἀντιπαρέκτασις, η (Α)
η αμοιβαία έκταση και διείσδυση μεταξύ δύο ή περισσότερων σωμάτων.