ἀτημελέω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A take no heed of, neglect, pf. part. Pass. ἀτημελημένος f.l. in Procop. Vand.1.21 (for ἀπ-), cf. Sch.A.R.1.609.
German (Pape)
[Seite 386] sorglos sein, vernachlässigen, Schol. Ap. Rh. 1, 609.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημελέω: κατολιγωρῶ, ἀμελῶ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 609· ἠτημελημένος Προκόπ. Βάνδ. σ. 226Β.
Spanish (DGE)
descuidar Procop.Vand.1.21.11.