ἁλίασμα

Revision as of 15:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό, (ἁλία A)

   A decree, βουλᾶς IG14.256 (Gela).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίασμα: βουλᾶς, Ἐπιγρ. Γελῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. - Ἀκραγαντίνων 5491. - Κατὰ τὸν ἐκδ. σημαίνει decretum, δόγμα ἐν ἁλίᾳ· ἀλλ᾿ ἴσως σημαίνῃ μᾶλλον σύνοδον τῆς ἁλίας, ἐκκλησιασμόν, συνεδρίαν, διότιλέξις δόγμα ἀναγινώσκεται ὡσαύτως ἐν αὐτοῖς ἐκείνοις τοῖς δυσὶ ψηφίσμασιν ὥς τι διαφορετικόν.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
dór. decreto de una asamblea IGDS 206.33, 207.14, 208.28 (todas Entela III a.C.), 185.8 (Agrigento III/II a.C.), βουλᾶς ἁλιάσματα IGDS 161.4 (Gela I a.C.), cf. IGDGG 40.1 (II/I a.C.).

Greek Monolingual

ἁλίασμα, το (Α)
ψήφισμα, δόγμα της συνελεύσεως, της «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος της αλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)].