ἀφοπλίζω

From LSJ
Revision as of 15:14, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοπλίζω Medium diacritics: ἀφοπλίζω Low diacritics: αφοπλίζω Capitals: ΑΦΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: aphoplízō Transliteration B: aphoplizō Transliteration C: afoplizo Beta Code: a)fopli/zw

English (LSJ)

   A disarm, τινά D.S.11.35, APl.4.171 (Leon.), Luc. DDeor.19.1:—Pass., D.S.14.64:—Med., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα put off one's armour, Il.23.26:—Pass. (in Lacon. form ἀφοπλίττονταἰ, to be discharged from service, Hsch.

German (Pape)

[Seite 413] entwaffnen, τινά Leon. Al. 24 (Plan. 171); Luc. Dial. D. 19, 1; τινὰ τοῦ τόξου καὶ τῶν βελῶν 7, 1. – Med., seine Rüstung ablegen, ἔντεα Il. 23, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα, ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26.

English (Autenrieth)

only mid. ipf. ἀφωπλί- ζοντο, divested themselves of their armor; ἔντεα, Il. 23.26†.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ττω Hsch.
I 1desarmar τούτους μὲν ἀφώπλισαν D.S.11.35, αὐτόν Luc.DDeor.23.1, AP 16.171 (Leon.)
en v. pas. ἦσαν ἀφωπλισμένοι D.S.14.64, fig. δύναμις ... ἀφοπλίζουσα ... τοὺς στασιάζοντας Ast.Am.Hom.8.20.4.
2 intr. en v. med. despojarse de οἱ δ' ἔντε' ἀφοπλίζοντο Il.23.26, οἱ μὲν Ἀντιγόνου στρατοπεδεύουσιν ἀφοπλισάμενοι Polyaen.4.9.1.
II librar del servicio militar en v. pas. ἀφοπλίττονται· ἀπολύονται στρατείας Hsch.

Greek Monolingual

(AM ἀφοπλίζω)
αφαιρώ από κάποιον τα όπλα, ξαρματώνω
νεοελλ.
1. εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου
2. (για πλοίο) παροπλίζω.

Greek Monotonic

ἀφοπλίζω: μέλ. -ίσω, αφαιρώ τα όπλα, τινά τινος, σε Λουκ.· αφοπλίζω, τινά, σε Ανθ. — Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα, αφαιρώ τον οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφοπλίζω: снимать оружие, лишать оружия, разоружать (τινά Diod.): ἀ. τινὰ τοῦ τόξου καὶ τῶν βελών Luc. лишить кого-л. лука и стрел; ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα Hom. снимать с себя оружие.

Middle Liddell


to strip of arms, τινά τινος Luc.: to disarm, τινά Anth.:—Mid., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα to put off one's armour, Il.