ἀποτορνεύω

From LSJ
Revision as of 15:14, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτορνεύω Medium diacritics: ἀποτορνεύω Low diacritics: αποτορνεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: apotorneúō Transliteration B: apotorneuō Transliteration C: apotorneyo Beta Code: a)potorneu/w

English (LSJ)

   A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.

German (Pape)

[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.

French (Bailly abrégé)

travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.

Spanish (DGE)

1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
en gener. tornear, conformar, crear νῆσον Philostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar τὴν ἤπειρον Philostr.VA 1.20.

Greek Monolingual

ἀποτορνεύω κ. -τορνῶ, -όω κ. -τορεύω (Α)
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω
2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτορνεύω: досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).