Ἀμφικτυονικός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to the Amphictyons or their League, Ἀ. δίκαι trials in their court, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀ. IG2.545.6; Ἀ. ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.
French (Bailly abrégé)
v. Ἀμφικτιονικός.
Greek Monotonic
Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.
Middle Liddell
Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.