ἐλαιοκόμος
English (LSJ)
ον,
A rearing olives, AB248, perh. to be restored in Lys.Fr.28; but II ἐλαιόκομος, ον, (κόμη) olive-clad, μαραθών Nonn.D.13.184.
German (Pape)
[Seite 788] Oliven bauend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκόμος: -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· ἀλλά, ΙΙ. ἐλαιοκόμος, ον, (κόμη) κατάφυτος ἐξ ἐλαιῶν, τέμενος βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
Spanish (DGE)
-ον
que trabaja los olivos Poll.1.222, Phot.ε 553, AB 248
•fig. criador de olivos ποταμός Nonn.D.37.170.
• Etimología: Cf. κομέω.
-ον
ramoso de olivos, lleno de ramas de olivo, cubierto de olivos αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.D.13.184, 37.146.
• Etimología: Cf. κόμη.
Greek Monolingual
ο και η (Α ως επίθ. ἐλαιοκόμος, -ον)
αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια της ελιάς.
Greek Monolingual
ἐλαιόκομος, -ον (Α)
ο κατάφυτος από ελιές («τέμενος βαθυδένδρου ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος», Νόνν.).