ἐντενής
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ές,
A on the stretch, intent: only neut. ἐντενές as Adv., A.R. 2.933.
German (Pape)
[Seite 855] ές, angespannt, πεφόρητο ἐντενές Ap. Rh. 2, 933, Schol. συντόνως.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντενής: -ές, ἐντεταμένος, ἔντονος, οὐδ. ἐντενές, ὡς ἐπίρρ. συντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 933.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): cret. adv. -ίως ICr.4.168.10 (III a.C.)
I intenso, fuerte, vehemente ἐ. βόησις fuerte grito de socorro Apoll.Ps.140.2
•neutr. como adv. ἡ δ' (νηῦς) ἐς πέλαγος πεφόρητο ἐντενές la (nave) era llevada con fuerza hacia alta mar A.R.2.933
•subst. τὸ ἐ. vigor, fuerza τὸ πολὺ λίαν ἐ. τοῦ νόμου Cyr.Al.M.68.984B, τὸ ἄγαν ἐ. Cyr.Al.M.69.45C.
II adv. -ῶς, -ίως
1 con constancia, con dedicación ἐπιμελόμενος ... τῶν πολιτᾶν ... φιλοτιμίως τε καὶ ἐ. ICr.4.168.10 (III a.C.).
2 con vehemencia, vehementemente κεκράξατε πρὸς Κύριον ἐ. l. antigua de LXX Il.1.14 en Cyr.Al.M.71.348C.
• Etimología: Cf. ἀτενής, τείνω.