ἐπίφημι
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
A agree, assent, νόμῳ Emp.9.5 : Aeol. aor. inf. Act. ἐπιφάμεναι, = συγκαταθέσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 999] (s. φημί), 1) zusagen, versprechen, Eur. I. A. 130, wo Markland ἐπεφήμισα geändert hat. – 2) genehmigen, billigen, Empedocl. 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφημι: συγκατατίθεμαι, συναινῶ, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 820F, 1113Β· μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐπιφάμενος παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
consentir, acquiescer.
Étymologie: ἐπί, φημί.
Greek Monolingual
ἐπίφημι (Α) φημί
συγκατατίθεμαι, συναινώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφημι: соглашаться, признавать Emped. ap. Plut.