ἐπισυμβαίνω
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30 ; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10 ; τὰ -οντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15. II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130. 2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμβαίνω:
1) (непредвиденным образом, неожиданно) случаться, возникать или привходить Arst., Sext.;
2) (вслед за чем-л.) образовываться, рождаться Sext.