ἐταστής
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
οῦ, ὁ,=ἐξεταστής, CIG (add.)3641b42 (Lampsacus), Suid.
A s.v. δοκιμαστῆρες.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, der Prüfer, Suid.
Greek Monolingual
ἐταστής, ὁ (ΑΜ) ετάζω
εξεταστής, κριτής
μσν.
εκτελεστής.