ἐσσία

From LSJ
Revision as of 16:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσία Medium diacritics: ἐσσία Low diacritics: εσσία Capitals: ΕΣΣΙΑ
Transliteration A: essía Transliteration B: essia Transliteration C: essia Beta Code: e)ssi/a

English (LSJ)

ἡ, Pythag.Dor.for οὐσία, Pl.Cra.401c. ἔσσιμος,

   A v. ἔνσιμος.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, s. ἐσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσία: ἡ, Πυθαγ. Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Φιλόλαος σ. 139, 141 Böckb ἐν Πλάτ. Κρατ. 402C· ὅτι δὲ ὁ τύπος οὖτος καὶ οὐχὶ τὸ ἐσία ἦτο ὁ ἀληθὴς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ Δωρ. β΄ ἑνικ. ἐσσὶ καὶ τῆς θηλ. μετοχ. ἔσσα κτλ., Ahrens D. Dor. σ. 324.

Greek Monolingual

ἐσσία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του ουσία.
το
(ξυλουρ.) εμπορική ονομασία τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσία: = ἐσία.