ἔνθους
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ουν, contr. for ἔνθεος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 842] zsgz. = ἔνθεος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθους: -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ ἔνθεος, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. ἔνθεος.
Greek Monolingual
-oυv (AM ἔνθους, -ουν)
συνηρ. τ. του ένθεος, συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, γεμάτος ενθουσιασμό.