ἡγεμονίς

From LSJ
Revision as of 17:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμονίς Medium diacritics: ἡγεμονίς Low diacritics: ηγεμονίς Capitals: ΗΓΕΜΟΝΙΣ
Transliteration A: hēgemonís Transliteration B: hēgemonis Transliteration C: igemonis Beta Code: h(gemoni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of ἡγεμών,

   A imperial, πόλεις Str.8.6.10, cf. CIG2721 (Stratonicea); γῆ App.BC2.65: metaph., δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ. Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24.

German (Pape)

[Seite 1150] ίδος, ἡ, fem. zu ἡγεμών, Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., πόλις Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἡγεμών, ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, πόλις, Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65.

Greek Monolingual

ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α)
(θηλ. του ἡγεμών)
1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.)
2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].