ὑπερβεβλημένως

From LSJ
Revision as of 17:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβεβλημένως Medium diacritics: ὑπερβεβλημένως Low diacritics: υπερβεβλημένως Capitals: ΥΠΕΡΒΕΒΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hyperbeblēménōs Transliteration B: hyperbeblēmenōs Transliteration C: ypervevlimenos Beta Code: u(perbeblhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑπερβάλλω,

   A beyond all measure, immoderately, Arist.EN1118a7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβεβλημένως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπερβάλλω, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβεβλημένως: επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβεβλημένως: неумеренно, сверх всякой меры Arst.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
beyond all measure, immoderately, Arist.