ὄνειραρ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 345] ατος, τό, = ὄναρ, ὄνειρος, Traum, von E. M. angeführt. Davon bei Hom. τὰ ὀνείρατα, als unregelmäßiger plur. zu ὄνειρος oder ὄναρ, Od. 20, 87; ἐν τὠνείρατι, Aesch. Ch. 524; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι, Prom. 446, u. öfter im gen. plur., οὑξ ὀνειράτων φόβος Ch. 916; der dat., ἐν δ' ὀνείρασιν ἐξηγειρόμην, Ag. 865, auch Prom. 658; νυκτίφοιτ' ὀνείρατα, 660; ἐν ὀνείρασιν, Eur. Alc. 3551. T. 452; ὀνείρατ' ἀγγέλλουσα, Or. 617; πέμ ψαι τάδ' ὀνείρατα, Soph. El. 452; ὀνειράτων 473; ἐν ὀνείρασιν O. R. 981; ὀνείρατα ὑπ οκρίνεσθαι, Ar. Vesp. 63; τὰ τῶν ὀνειράτων ἐχόμενα, Her. 1, 120; ἄκουε δὴ ὄναρ ἀντὶ ὀνείρατος, Plat. Theaet. 201 d; öfter im plur. ὀνείρατα, z. V. πάντῃ σχεδὸν οἷον ὀνείρατα λέγων ἢ πλάττων Legg. V, 746 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειραρ: ἴδε ἐν λ. ὄνειρος.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. gén. ὀνείρατος et plur. ὀνείρατα;
rêve, songe.
Étymologie: cf. ὄναρ, ὄνειρος.
Greek Monotonic
ὄνειραρ: -ατος, τό, βλ. ὄνειρος.